κατακρήμνισμα

κατακρήμνισμα
το
1. το κατακάθι
2. χημ. το ίζημα
3. (μετεωρ.) φρ. «ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα» — τα προϊόντα συμπύκνωσης τών υδρατμών τής ατμόσφαιρας τα οποία πέφτουν στην επιφάνεια τής γης ως βροχή, χιόνι, χαλάζι, ομίχλη, πάχνη, δροσιά κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρημνίζω. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. precipitation < λατ. praecipitatio < ρ. praecipito «κατακρημνίζω, καθιζάνω». Η λ. ως όρος τής χημείας μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

  • ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] …   Dictionary of Greek

  • χαλάζι — Ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που αποτελείται από κόκκους πάγου, συνήθως σφαιροειδείς, με διάμετρο που ποικίλλει από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά του μέτρου. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια καταιγίδων και καμιά φορά συνοδεύεται από… …   Dictionary of Greek

  • χιονοχάλαζο — το, ή χιονοχάλαζα, η, Ν (μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που έχει εν γένει τη μορφή δισκίων πάγου διαμέτρου το πολύ 5 χιλιοστό μέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + χάλαζα / χαλάζι. Η λ., στον τ. χιονοχάλαζα μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • χιονόνερο — το, Ν (μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα αποτελούμενο από χιόνι και βροχή συγχρόνως ή από χιόνι το οποίο έχει εν μέρει τακεί, αλλ. χιονόβροχο ή χιονόλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + νερό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”